υπαπαντώ

υπαπαντώ
-άω, Α
υπαντώ, προϋπαντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἀπαντῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • υπαπάντησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπαπαντῶ] υπάντηση, προϋπάντηση …   Dictionary of Greek

  • υπαπαντή — Δεσποτική εορτή, που τελείται σαράντα μέρες από τη γέννηση του Χριστού, (στις 2 Φεβρουαρίου), σε ανάμνηση της υποδοχής του Ιησού στο ναό από το Συμεών, και του καθαρισμού της Θεοτόκου από τη λοχεία. Στη Δ. Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η Υ. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”